- χηρικός
- -ή, -όν, ΜΑ [χήρα]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χήρο ή στην χήραμσν.το ουδ. ως ουσ. βλ. χηρικόν.επίρρ...χηρικῶς Μαπό άποψη ή κατά τον τρόπο χηρείας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χηρικά — χηρικός of neut nom/voc/acc pl χηρικά̱ , χηρικός of fem nom/voc/acc dual χηρικά̱ , χηρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηρικόν — χηρικός of masc acc sg χηρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηρικοῦ — χηρικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηρικόν — τὸ, Μ τάγμα χηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. χηρικός] … Dictionary of Greek